ωδος

ωδος
    ᾠδός
    ὅ и ἥ [стяж. к ἀοιδός] певец, певица Plat., Arst., Anth.
    

χρησμῶν ᾠδοί Eur. — песнопевцы-прорицатели


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ωδος" в других словарях:

  • ᾠδός — singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωδός — (I) ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι). (II) ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός) 1. αοιδός 2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἀοιδός* (< ἀείδω «τραγουδώ»)] …   Dictionary of Greek

  • ὠιδοί — ᾠδός singer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιδούς — ᾠδός singer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠιδός — ᾠδός singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδοῖς — ᾠδός singer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδοί — ᾠδός singer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδούς — ᾠδός singer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδῷ — ᾠδός singer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾠδόν — ᾠδός singer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλαρωδός — ἱλαρῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. τού ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ ωδός, τραγ ωδός] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»